- παπουτσής
- οπληθ. -ήδες, ο κατασκευαστής παπουτσιών, ο υποδηματοποιός, ο τσαγκάρης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παπουτσής — και παπουτσάς, ο [παπούτσι] 1. κατασκευαστής ή πωλητής υποδημάτων, υποδηματοποιός 2. επιδιορθωτής υποδημάτων, τσαγγάρης … Dictionary of Greek
Christos Papoutsis — Χρήστος Παπουτσής MP Minister for Citizen Protection Incumbent … Wikipedia
Папуцис, Христос — Христос Папуцис греч. Χρήστος Παπουτσής … Википедия
καβάφης — ο 1. πωλητής ή κατασκευαστής υποδημάτων δεύτερης ποιότητας, παπουτσής δεύτερης τάξης, τσαρουχάς 2. μτφ. όχι τέλειος άνθρωπος 3. φρ. «καβάφης τής τέχνης» κακός τεχνίτης, βαναυσουργός, σκιτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kavaf «παπουτσής»] … Dictionary of Greek
Christos Papoutsis — Papoutsis im Jahr 2009 Christos Papoutsis (griechisch Χρήστος Παπουτσής, * 11. April 1953 in Larisa, Griechenland) ist ein griechischer Wirtschaftswissenschaftler und Politiker. 1977 wurde er Mitglied des Zentralkomitees der … Deutsch Wikipedia
βαβουτσικάριος — ο (Μ βαβουτσικάριος) ο εφιάλτης, ο νυχτερινός βραχνάς νεοελλ. πληθ. μεταμφιεσμένοι με περικεφαλαίες, χωρίς μάσκες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι έχει σχέση με τον θηλυκό δαίμονα βάβω, επιβίωση ίσως της Βαυβούς, ενός από τα πρόσωπα… … Dictionary of Greek
κουντουράς — ο [κουντούρα] αυτός που κατασκευάζει κουντούρες, παπουτσής, υποδηματοποιός … Dictionary of Greek
τσαγκάρης — ο, Ν παπουτσής, υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. τζαγγάριος* (< τζάγγη)] … Dictionary of Greek
υποδηματοποιός — ο / ὑποδηματοποιός, ΝΑ κατασκευαστής υποδημάτων, παπουτσής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδημα, υποδήματος + ποιός*] … Dictionary of Greek
υπόρραφος — ὁ, Α πιθ. παπουτσής, μπαλωματής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ρραφος (< ῥάπτω), πρβλ. μηχανο ρράφος] … Dictionary of Greek